δρώσας

δρώσας
δρώσᾱς , δράω
do: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic )
δρώσᾱς , δράω
do: pres part act fem gen sg (attic epic doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δρώσας — δρώσᾱς , δράω do pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) δρώσᾱς , δράω do pres part act fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των δυνάμεων. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες δ.: εκείνα που μετρούν απευθείας την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, συγκρίνοντάς την με την ένταση ενός μεγέθους της ίδιας μορφής (π.χ. τα δ. διά μοχλού, τα… …   Dictionary of Greek

  • ἵδρωσας — ἵ̱δρωσας , ἱδρόω sweat aor ind act 2nd sg ἵ̱δρωσας , ἱδρόω sweat aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

  • Βάαγκε, Πέτερ — (Peter Waage, Φλεκεφιόρδ 1833 – Όσλο 1900). Νορβηγός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας (σημερινό Όσλο) και υπήρξε μαθητής του χημικού Ρόμπερτ Μπούνσεν στη Γερμανία. Το 1862 έγινε διευθυντής του χημικού εργαστηρίου και καθηγητής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”